- εἰσίοντ'
- εἰσίονται , εἶμιibofut ind mid 3rd pl (epic doric)εἰσίονται , οἶδαseefut ind mid 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰσιόντ' — εἰσιόντα , εἴσειμι enter pres part act masc acc sg εἰσιόντα , εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc pl εἰσιόντι , εἴσειμι enter pres part act masc/neut dat sg εἰσιόντε , εἴσειμι enter pres part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώζω — (AM κλώζω και κλώσσω) (για το πτηνό κάργια) κράζω νεοελλ. (για όρνιθα) κακαρίζω αρχ. βγάζω κραυγή αποδοκιμασίας («ὑμῶν οἱ θεώμενοι τοῖς Διαυσίοις εἰσιόντ εἰς τὸ θέατρον τοῦτον ἐσυρίττετε καὶ ἐκλώζετε», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας,… … Dictionary of Greek